καμιναία

καμιναία
-ας N 1 2-0-0-0-0=2 Ex 9,8.10
furnace
Cf. LE BOULLUEC 1989, 130

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καμιναία — καμιναίᾱ , καμιναία furnace fem nom/voc/acc dual καμιναίᾱ , καμιναία furnace fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καμιναίᾱ , καμιναῖος of fem nom/voc/acc dual καμιναίᾱ , καμιναῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμιναίᾳ — καμιναίᾱͅ , καμιναία furnace fem dat sg (attic doric aeolic) καμιναίᾱͅ , καμιναῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμιναίας — καμιναίᾱς , καμιναία furnace fem acc pl καμιναίᾱς , καμιναία furnace fem gen sg (attic doric aeolic) καμιναίᾱς , καμιναῖος of fem acc pl καμιναίᾱς , καμιναῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμιναίαν — καμιναίᾱν , καμιναία furnace fem acc sg (attic doric aeolic) καμιναίᾱν , καμιναῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμιναίος — καμιναῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στο καμίνι ή προέρχεται από αυτό 2. το θηλ. ως ουσ. ή καμιναία η κάμινος, το καμίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + κατάλ. αῖος (πρβλ. θαλαμ αίος, καλαμ αίος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”